- αναζωγράφιση
- η [αναζωγραφίζω]η αναζωγράφηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναζωγραφίζω — αναζωγραφώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωγραφώ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ιζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα. ΠΑΡ. αναζωγράφιση] … Dictionary of Greek